- ξερώγιασμα
- τοβλ. ξεράγιασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξερώγιασμα — το, ατος το μάδημα του σταφυλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεράγιασμα — και ξερώγιασμα, το [ξεραγιάζω / ξερωγιάζω] το κόψιμο, η αφαίρεση τών ρωγών από τσαμπί σταφυλιού … Dictionary of Greek